ἐξέτισε

ἐξέτισε
ἐξέτῑσε , ἐκτίνω
pay off
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκτίνω — και εκτείνω (AM ἐκτίνω και ἐκτείνω) το εκτίω νεώτ. εσφ. τύπος τού εκτίνω πληρώνω, πληρώνω εντελώς, ξεπληρώνω, εξοφλώ (ιδίως για ποινή, πρόστιμο κ.λπ.) («εκτίνει, εξέτισε την ποινή του στις φυλακές») αρχ. 1. ανταποδίδω κάτι, ανταμείβω για κάτι 2.… …   Dictionary of Greek

  • ετεροδικία — Όρος της δικονομίας, που περιλαμβάνει όλες εκείνες τις περιπτώσεις κατά τις οποίες τα ελληνικά δικαστήρια, σύμφωνα με τους γενικούς κανόνες της αστικής και ποινικής δικαιοδοσίας, ενώ θα έπρεπε να είναι αρμόδια να εκδικάσουν αξιόποινες κατά τον… …   Dictionary of Greek

  • Αντύπας, Μαρίνος — (Κεφαλονιά 1872 – Πυργετός Θεσσαλίας 1907). Πρωτοπόρος του αγροτικού κινήματος. Σπούδασε νομικά στην Αθήνα, όπου συνδέθηκε με τους σοσιαλιστικούς κύκλους. Φοιτητής ακόμα, πήγε στην Κρήτη και πολέμησε ως εθελοντής εναντίον των Τούρκων και… …   Dictionary of Greek

  • Γκιάπ — (Giap, Aν Ξα 1911 –). Ψευδώνυμο του Βιετναμέζου στρατιωτικού και πολιτικού Bο Nγκουγιέν (Vo Nguyen). Ο Γ. καταγόταν από οικογένεια χωρικών και ως νέος υπήρξε αγωνιστικό στέλεχος στις τάξεις του κόμματος Tαν Bιέτ (Nέο Bιετνάμ). Το 1930 στα πλαίσια …   Dictionary of Greek

  • Λακάτος, Ίμρε — (Imre Lakatos, Ντεμπρέσεν 1922 – Λονδίνο 1974). Ούγγρος φιλόσοφος των μαθηματικών και της επιστήμης, εβραϊκής καταγωγής. Μετά τις σπουδές του πραγματοποίησε έρευνα υπό την επίβλεψη του μαρξιστή και εγελιανού στοχαστή Γκεόργκι Λούκατς. Το 1948… …   Dictionary of Greek

  • Μπέρι, Τσακ — (Charles Edward Anderson «Chuck» Berry, Σαν Χοσέ, Καλιφόρνια 1926 ). Αμερικανός μουσικοσυνθέτης, κιθαρίστας, τραγουδιστής, ανάμεσα στους σημαντικότερους εκπροσώπους του ροκ εν ρολ στην δεκαετία του ’50. Η οικογένειά του μετακόμισε νωρίς στο Σαιντ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”